Στην Κύπρο, όπως και στις πλείστες χώρες, η νομοθεσία που ρυθμίζει το επάγγελμα της ψυχολογίας αλλά και η δεοντολογία που διέπει την επαγγελματική συμπεριφορά των ψυχολόγων είναι το βασικό πλαίσιο που μπορεί να επιτρέψει τον καθορισμό του ύψους της αμοιβής των ψυχολόγων. Συγκεκριμένα το άρθρο 20 του Περί Εγγραφής Ψυχολόγων Νόμου παρέχει τη δυνατότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Εγγραφής Ψυχολόγων να εκδώσει κανονισμούς που να ρυθμίζουν οιαδήποτε ζητήματα ή τέλη χρήζουν ή είναι επιδεκτικά καθορισμού. Επίσης, τα επαγγελματικά σώματα των ψυχολόγων έχουν τη δυνατότητα, εφόσον καταστατικά δεσμεύουν τα μέλη τους να υποχρεούνται σε συμμόρφωση στον κώδικα δεοντολογίας και στις βέλτιστες επαγγελματικές πρακτικές που υιοθετούν, να καθορίσουν τιμοκατάλογο επαγγελματικής αμοιβής.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα στην Κύπρο ούτε από πλευράς νομοθέτη ούτε από πλευράς επαγγελματικών σωματείων τέθηκε επίσημα το ζήτημα του ύψους της αμοιβής των ψυχολόγων. Ως εκ τούτου εναπόκειται στον κάθε ψυχολόγο να καθορίζει την αμοιβή του λαμβάνοντας βέβαια υπόψιν του αφενός τις γενικές δεοντολογικές αρχές του επαγγέλματος και αφετέρου τα προσωπικά του κριτήρια και δεδομένα.
Κατά γενική ομολογία η επαγγελματική αμοιβή των περισσότερων ψυχολόγων στην Κύπρο κυμαίνεται από 40 έως 70 ευρώ για τη κάθε σαρανταπεντάλεπτη ή ωριαία ψυχολογική συνεδρία.
Τέλος, η παρατεταμένη οικονομική κρίση στον τόπο μας τείνει να υποχρεώνει πολλούς ψυχολόγους στην περαιτέρω μείωση της επαγγελματικής αμοιβής τους ενώ πολλαπλασιάζονται οι φορείς που παρέχουν επιχορηγημένη ή ανάργυρη ψυχολογική φροντίδα, λ.χ. τα Κοινωνικά Ιατρεία των Εθελοντών Ιατρών Κύπρου, διάφορα κέντρα ψυχολογικής απεξάρτησης και αποκατάστασης, τα Κέντρα Επιχορηγημένης Ψυχολογικής και Ψυχοθεραπευτικής Υπηρεσίας (ΚΕΨΨΥ) του Κυπριακού Ινστιτούτου Ψυχοθεραπείας.