Τα ψυχολογικά τεστ, ή τα ψυχομετρικά εργαλεία όπως καθιερώθηκε να ονομάζονται, διακρίνονται συνήθως σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η μια κατηγορία εξετάζει παράγοντες που σχετίζονται με τη νοημοσύνη σωρευτικά ή σε επιμέρους περιοχές. Η άλλη κατηγορία εξετάζει παράγοντες που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά και την παθολογία της προσωπικότητας, εκτεταμένα ή εξειδικευμένα.
Για να θεωρείται επιστημονικά κατάλληλο ένα ψυχομετρικό τεστ χρειάζεται να ικανοποιεί συγκεκριμένες μεθοδολογικές προϋποθέσεις, εκ των οποίων οι βασικότερες είναι ο έλεγχος της αξιοπιστίας και της εγκυρότητάς του, δηλαδή κατά πόσον παράγει πανομοιότυπα αποτελέσματα σε επαναληπτικές μετρήσεις και εάν πραγματικά μετράει το φαινόμενο για το οποίο κατασκευάστηκε.
Ένας επιπρόσθετος παράγοντας που είναι καθοριστικός για την καταλληλότητα ενός τεστ είναι η στάθμιση, δηλαδή η εφαρμογή του τεστ σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός πληθυσμού ώστε με συγκεκριμένες περίπλοκες επιστημονικές διαδικασίες να καθοριστούν πρότυπα για την επίδοση και βαθμολόγησή του.
Όταν η στάθμιση ενός τεστ στοχεύει σ’ ένα μεγάλο πληθυσμό, π.χ. στάθμιση σε εθνικό επίπεδο, συνήθως διεξάγεται από ομάδα επιστημόνων που προέρχονται από καθιερωμένα ερευνητικά κέντρα ή πανεπιστημιακά ιδρύματα. Η διαφορά στη γλώσσα, στην κουλτούρα αλλά και άλλοι παράμετροι είναι βασικοί λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη στάθμιση ενός τεστ.
Κάποια τεστ χρησιμοποιούνται με απλή μετάφρασή τους ή προσαρμογή τους χωρίς την έγκριση του κατασκευαστή. Πέραν των θεσμικών και δεοντολογικών ζητημάτων που αναφύονται, εγκυμονεί πάντοτε σοβαρός κίνδυνος για εσφαλμένα και παραπλανητικά αποτελέσματα από την εφαρμογή τέτοιων τεστ.
Στον ελληνικό χώρο έχουν σταθμιστεί αρκετά από τα πιο δημοφιλή σε παγκόσμιο επίπεδο τεστ, όπως λ.χ. οι εκδόσεις των κλιμάκων νοημοσύνης Wechsler για νήπια, παιδιά και ενήλικες.