Βασικό μέλημα του ψυχολόγου που εξειδικεύεται στην ψυχοθεραπεία είναι να ενημερώσει από νωρίς τον θεραπευόμενο για ορισμένα ζητήματα που άπτονται της συνεργασίας τους και να διαβουλευτούν μαζί το πλαίσιο της θεραπείας. Αυτή η διαδικασία καταλήγει συνήθως σε αυτό που καθιερώθηκε να ονομάζεται «θεραπευτικό συμβόλαιο».
Κατά κανόνα, το θεραπευτικό συμβόλαιο δεν είναι ενυπόγραφο έγγραφο αλλά μια προφορική συμφωνία που δεσμεύει τόσο τον ψυχολόγο όσο και τον ψυχολογούμενο. Περιλαμβάνει διάφορα στοιχεία όπως το ύψος και τον τρόπο καταβολής της αμοιβής του ψυχολόγου, τη διάρκεια κάθε συνεδρίας (ραντεβού), τις προϋποθέσεις για επικοινωνία σε έκτακτες περιστάσεις, τους περιορισμούς στην εξωθεραπευτική συναναστροφή, τη διαδικασία ακύρωσης συνεδρίας, το δικαίωμα του απορρήτου και τις συνθήκες άρσης του, το δικαίωμα πρόσβασης στο θεραπευτικό υλικό του προσωπικού του αρχείου (φακέλου), τις προϋποθέσεις παράλληλης συνεργασίας με άλλον επαγγελματία υγείας, τις προϋποθέσεις έκδοσης γνωμάτευσης και επιστημονικής εκπροσώπησης ενώπιον δικαστηρίου ή αλλού, τους στόχους και το διάγραμμα της θεραπείας κ.α..
Την τακτική να συνάπτουν γραπτά θεραπευτικά συμβόλαια εφαρμόζουν συνήθως κάποια κέντρα θεραπείας που οι υπηρεσίες τους απευθύνονται κυρίως σε πρόσωπα που ευνοούνται θεραπευτικά όταν εφαρμόζονται διαδικασίες αυξημένης οριοθέτησης. Στην Κύπρο, για παράδειγμα, κάποιες από τις θεραπευτικές δομές που καθιέρωσαν τη σύναψη γραπτού συμβολαίου θεραπείας είναι μερικά κέντρα απεθισμού και απεξάρτησης από αλκοόλ και ναρκωτικές ουσίες. Αυτά τα συμβόλαια ορίζονται και ως «εξατομικευμένα σχέδια φροντίδας». Η τακτική του γραπτού θεραπευτικού συμβολαίου έχει πρόσφατα περιληφθεί σε πρόνοιες του προσχεδίου που προωθήθηκε για ψήφιση στη Βουλή για τη παροχή θεραπείας σε κατηγορουμένους ή καταδικασθέντες χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών.
Η διαβούλευση του θεραπευτικού συμβολαίου πρέπει να γίνεται με κατάλληλη μεθόδευση ώστε να γίνεται κατανοητή από τον θεραπευόμενο η χρησιμότητά του. Υπάρχουν στοιχεία του θεραπευτικού συμβολαίου που καλό είναι να τα διατυπώσετε ρητά από την αρχή. Αποφύγετε όμως να καταγράψετε ένα μακρύ κατάλογο με όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στο θεραπευτικό συμβόλαιο και να τα απαγγείλετε μεμιάς στον θεραπευόμενό σας. Αυτό, κατά πάσα πιθανότητα θα του προκαλέσει δυσφορία, φόβο ή άγχος. Υπάρχουν δευτερεύοντα στοιχεία του θεραπευτικού συμβολαίου τα οποία σπάνια εφαρμόζονται. Επομένως, μπορείτε να τα συζητήσετε εμβόλιμα στην περίσταση που θα παραστεί ανάγκη. Κλειδί για το σωστό χειρισμό της διαβούλευσης του θεραπευτικού συμβολαίου είναι να κλείσετε τη συζήτηση γύρω από τα βασικά στοιχεία του δηλώνοντας ξεκάθαρα στον θεραπευόμενο ότι υπάρχουν και κάποια άλλα στοιχεία που θα τα κουβεντιάσετε στην πορεία, εάν και εφόσον προκύψει ανάγκη.
Καταληκτικά, να θυμόμαστε ότι το θεραπευτικό συμβόλαιο δεν είναι νομικό έρεισμα για τον ψυχολόγο. Είναι εργαλείο που υποβοηθά στην εγκαθίδρυση της θεραπευτικής συμμαχίας, παράγοντας που συμβάλει στη βέλτιστη διαχείριση των υποτροπών και γενικότερα ένα πολύτιμο εφόδιο για τη διαμόρφωση συνθηκών αποδοτικότερης θεραπείας.