Ως γνωστόν, στην ψυχολογική θεραπεία, η επικοινωνία μεταξύ ψυχολόγου και ψυχολογούμενου ενδείκνυται δεοντολογικά να κινείται σε καθορισμένο επαγγελματικό πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό δεν επιτρέπει την επιδίωξη φιλικής ή ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε θεραπευτή και θεραπευόμενο, ούτε τη δημιουργία επαγγελματικού συνεταιρισμού μεταξύ τους. Γενικά, η δεοντολογία απαγορεύει να υπάρχει οιαδήποτε εξωθεραπευτική συναναστροφή, ακόμη και οικονομικής φύσεως συναλλαγή πέραν αυτής που σχετίζεται με την αμοιβή του ψυχολόγου για τις υπηρεσίες του.
Στην Κύπρο, ένα κράτος με μικρό πληθυσμό και με πόλεις των πενήντα έως διακοσίων χιλιάδων κατοίκων, που το κλίμα του τόπου και η κουλτούρα του κόσμου ευνοούν τη συχνή κοινωνική συναναστροφή, υπάρχει αυξημένη πιθανότητα ένας ψυχολόγος να συναντήσει τυχαία σε κάποιο μέρος έναν θεραπευόμενό του. Μάλιστα, η αναπάντεχη συνάντηση μπορεί να συμβεί οπουδήποτε και κάτω από απρόβλεπτες περιστάσεις λ.χ. σε μια νυχτερινή έξοδο, σε μια κυριακάτικη βόλτα, στο γήπεδο, σε μια συναυλία, στην παραλία, σ’ ένα γάμο, σε μια βάπτιση, σε μια κηδεία, σ’ ένα κατάστημα, στο γυμναστήριο, ακόμη και κατά τη διάρκεια της οδήγησης σ’ ένα αστικό δρόμο σε ώρα αιχμής. Επίσης, τη στιγμή της συνάντησης ο ψυχολόγος ή ο θεραπευόμενος μπορεί να είναι είτε μόνοι τους, είτε να συνοδεύονται από μέλη της οικογένειάς ή άλλους συγγενείς ή φίλους ή συναδέλφους κλπ.
Υπάρχουν θεραπευόμενοι που αισθάνονται πολύ άβολα να αποκαλύψουν ότι επισκέπτονται ψυχολόγο και το κρύβουν ακόμη και από πολύ στενά τους πρόσωπα. Μερικοί από αυτούς, στην περίπτωση που συναντήσουν τυχαία κάπου τον ψυχολόγο τους, είναι πιθανό να προσποιηθούν ότι δεν τον είδαν ή ότι δεν το ξέρουν. Άλλοι, όμως, αισθάνονται πολύ άνετα για το γεγονός ότι επισκέπτονται ψυχολόγο και το φανερώνουν με σχετική ευκολία. Μάλιστα, μερικοί ίσως θεωρήσουν μια τυχαία εξωθεραπευτική συνάντηση ιδανική ευκαιρία για να πλησιάσουν τον θεραπευτή τους ώστε να μάθουν περισσότερα για την προσωπική του ζωή, ή για να αναπτύξουν μια πιο φιλική σχέση.
Θα ήταν πολύ χρήσιμο ο θεραπευτής να προειδοποιήσει τον θεραπευόμενο, σ’ ένα από τα ραντεβού τους, ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να συναντηθούν τυχαία εκτός θεραπείας και να τον καλέσει να το συζητήσουν. Αυτό είναι προτιμότερο να γίνεται σχετικά νωρίς, όταν η θεραπεία βρίσκεται στο στάδιο της ενημέρωσης και του θεραπευτικού διακανονισμού. Καλό είναι να εξηγήσει στον θεραπευόμενο με απλά λόγια για τους δεοντολογικούς περιορισμούς σχετικά με την εξωθεραπευτική επικοινωνία και να τον παροτρύνει να εκφράσει την άποψή του. Με αυτό τον τρόπο, ο θεραπευτής θα είναι σε θέση να εκτιμήσει καλύτερα ποιες θα είναι πιθανές αντιδράσεις του θεραπευόμενου μπροστά στο ενδεχόμενο τυχαίας εξωθεραπευτικής συνάντησης. Είναι σημαντικό η συζήτηση τους να καταλήξει σε συνεννόηση γύρω από τον βασικό τρόπο που θα ενεργήσουν εφόσον προκύψει μια τέτοια περίσταση.
Στην περίπτωση που ο ψυχολόγος συναντήσει τυχαία θεραπευόμενο του, ενώ δεν έχει προηγηθεί συζήτηση και συνεννόηση για το βασικό τρόπο που θα ενεργήσουν, πρέπει πρωτίστως να είναι προετοιμασμένος να αντιδράσει ψύχραιμα και κατάλληλα. Ο επαγγελματισμός του δεν πρέπει να εξαντλείται στα όρια του γραφείου του. Χρειάζεται να έχει κατά νου ότι η θεραπευτική σχέση, είναι μια «άνιση» σχέση, ακόμη και όταν η πορεία της θεραπείας βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο με εγκατεστημένη τη θεραπευτική συμμαχία. Η ανισότητα στη σχέση προκύπτει συνήθως από τον κανόνα ότι ο θεραπευόμενος δέχεται μεγαλύτερες επιδράσεις από τον θεραπευτή παρά ο θεραπευτής από τον θεραπευόμενο. Επίσης, πρέπει να θυμάται ότι δεν αντιδρούν όλοι οι θεραπευόμενοι με τον ίδιο τρόπο. Να έχει, ακόμη, κατά νου ότι το θεραπευτικό απόρρητο τον ακολουθεί παντού και είναι δεσμευτικό για τον ίδιο ακόμη και στον τρόπο που θα χειριστεί μια απρόσμενη συνάντηση με τον θεραπευόμενο.
Καταληκτικά, είναι προτιμότερο ο ψυχολόγος να χειρίζεται εξατομικευμένα την κάθε περίπτωση και να συνυπολογίζει όλους τους παράγοντες και τις περιστάσεις που προκύπτουν σε μια απρόσμενη συνάντηση που θα έχει κάπου με ένα θεραπευόμενο. Κατά κανόνα, αυτό που συνηθίζεται είναι να αφήσει ο ψυχολόγος τον θεραπευόμενο να αντιδράσει πρώτος. Εάν ο θεραπευόμενος χαιρετίσει ο ψυχολόγος να ανταποδώσει. Μπορούν να ανταλλάξουν και μερικές τυπικές κουβέντες. Ποτέ, όμως ο ψυχολόγος δεν ενθαρρύνει τη συζήτηση γύρω από το περιεχόμενο της θεραπείας, αλλά στο επόμενο ραντεβού προτρέπει τον θεραπευόμενο να συζητήσουν το περιστατικό της συνάντησης.
Πηγή: Πλατρίτης Κ.Ν. (2012). Ψυχοθεραπεία: Σημεία και στοιχεία στα πρώτα βήματα της σχέσης. Αρχείο Κυπριακού Ινστιτούτου Ψυχοθεραπείας, Λεμεσός.